θυννίζω

θυννίζω
θυννίζω (Α) [θύννος]
βλ. θυννάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυννίζω — pres subj act 1st sg θυννίζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννίζειν — θυννίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος …   Dictionary of Greek

  • ἀποτεθύννισται — ἀπό θυννίζω perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”